- εὐκοσμίᾳ
- εὐκοσμίαι , εὐκοσμίαorderly behaviourfem nom/voc plεὐκοσμίᾱͅ , εὐκοσμίαorderly behaviourfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐκοσμία — εὐκοσμίᾱ , εὐκοσμία orderly behaviour fem nom/voc/acc dual εὐκοσμίᾱ , εὐκοσμία orderly behaviour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκοσμία — η (ΑΜ εὐκοσμία) [εύκοσμος] η καλή συμπεριφορά, η ευταξία, η κοσμιότητα, η ευπρέπεια («ἐντέλλονται ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», Πλάτ.) μσν. αρχ. ομορφιά αρχ. διακόσμηση, στόλισμα, καλλωπισμός … Dictionary of Greek
εὐκοσμίας — εὐκοσμίᾱς , εὐκοσμία orderly behaviour fem acc pl εὐκοσμίᾱς , εὐκοσμία orderly behaviour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοσμίαι — εὐκοσμία orderly behaviour fem nom/voc pl εὐκοσμίᾱͅ , εὐκοσμία orderly behaviour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοσμίαν — εὐκοσμίᾱν , εὐκοσμία orderly behaviour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοσμίαις — εὐκοσμία orderly behaviour fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοσμίῃ — εὐκοσμία orderly behaviour fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHASIS — I. PHASIS fluv, celeberrimus, cuius elegans admodum descriptio exstat apud Arrianum in Periplo Ponti Euxini. Virg. Georg. l. 4. v. 367. Phasimque Lycumque Quae coniunctio ad laudem utriusque fluvii. Siquidem teste Strabone l. 11. Ποταμοὶ πλείους… … Hofmann J. Lexicon universale
αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… … Dictionary of Greek
γυναικονομία — γυναικονομία, η (Α) [γυναικονόμος] 1. αξίωμα τού γυναικονόμου 2. πρόνοια για τα ήθη και την ευκοσμία τών γυναικών … Dictionary of Greek